- φιλοπολέμῳ
- φιλοπόλεμοςfond of warmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλοπολεμώ — έω, Α [φιλοπόλεμος] 1. αγαπώ τον πόλεμο, είμαι φιλοπόλεμος 2. (με δοτ. προσ.) είμαι εχθρικός απέναντι σε κάποιον … Dictionary of Greek